φαγοπότι

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να τρώει και να πίνει κανείς συγχρόνως
2. συνεκδ. ευωχία, γλέντι, ξεφάντωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + ποτό ως υποκορ. ενός αμάρτυρου φαγόποτον].