Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
-ον, Ααυτός του οποίου τα μάτια εξέχουν προς τα εμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ὀφθαλμός.