συσταλτός

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που μπορεί να συσταλεί, δεκτικός συστολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].