συσταλτός
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
-ή, -ό, Ν
αυτός που μπορεί να συσταλεί, δεκτικός συστολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].