συσταλτός
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
-ή, -ό, Ν
αυτός που μπορεί να συσταλεί, δεκτικός συστολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].