τσυρίζω

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

και τσιρίζω Ν
(ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή του σ- σε τσ-, πρβλ. κό-τσ-υφας < κό-σσ-υφος, τσεκούρι < σεκούριον)].