τσυρίζω

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

και τσιρίζω Ν
(ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή του σ- σε τσ-, πρβλ. κό-τσ-υφας < κό-σσ-υφος, τσεκούρι < σεκούριον)].