υδρατμός

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

ο, Ν
φυσ.-χημ. η αέρια κατάσταση του νερού και, ειδικότερα, ο ατμός που αναδίδεται από την αυτόματη εξάτμισή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ατμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].