χλωραιθέρας
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ο, Ν
(φαρμ.-χημ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + αιθέρας].
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ο, Ν
(φαρμ.-χημ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + αιθέρας].