αιθέρας
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
Greek Monolingual
ο (Α αἰθήρ, -έρος
στον Όμηρο θηλυκό, στον Ησίοδο και τους Αττικούς αρσενικό)
1. το ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας, όπου ο αέρας είναι λεπτότατος και διαυγής
2. (στον εν. ή στον πληθ.) ο ουρανός
νεοελλ.
Χημ.
1. άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική οσμή, που εξατμίζεται και αναφλέγεται εύκολα
2. στον πληθ. αἰθέρες
κατηγορία οργανικών ενώσεων
αρχ.
1. αέρας
2. κλίμα
3. ατμώδης πνοή που βγαίνει από το στόμα του Κύκλωπα
4. Φιλοσ. το πέμπτο στοιχείο της φύσης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἰθὰρ αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του αἴθω, σχηματισμένο με το επίθημα -ερ- (αἴθ-ω > αἰθ-έρ-ος, θ. αἰθερ-)
ο τ. αἰθὴρ πλάστηκε αναλογικά προς το ἀήρ (βλ. λ. αέρας), γι' αυτό και η/ο αἰθὴρ όπως και η/ο ἀήρ. Από τη μηδενισμένη βαθμίδα (-ρ-) του σχηματιστικού επιθήματος -ερ- προήλθαν διάφορα παράγωγα του αἰθήρ: αἴθ-ρ-η/α, αἴθ-ρ-ιος, αἴθ-ρ-ος, αἰθ-ρ-εῖ κ.ά. (για τον σχηματισμό πρβλ. πα-τέρ-α: πά-τρ-ιος, πά-τρ-α, πα-τρ-ιὰ κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. αἰθέριος, αἰθεριώδης, αἰθεροειδής αρχ. αἰθεροῦμαι, αἰθερώδης, αἴθρη, αἴθριος, αἶθρος.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθερεμβατῶ, αἰθεροβόσκας, αἰθεροδινής, αἰθερολαμπής, αἰθερολόγος, αἰθερονόμος, αἰθερόπλαγκτος
αρχ.-μσν.
αἰθεροδρόμος
μσν.
αἰθεροβάμων, αἰθεροπόρος, αἰθερόφορος
νεοελλ.
αιθεροβάτης, αιθερόλαμνος, αιθερομανής, αἰθερομανία, αιθερόμορφος, αιθερόπλαστος, αιθεροπλόος, αιθεροποσία, αιθεροπότης, αιθερούχος].