φαγώσιμος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί να φαγωθεί, βρώσιμος, εδώδιμος
2. μτφ. (για πρόσ.) υποφερτός
3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα φαγώσιμα
τα τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του αορ. του τρώγω (πρβλ. να φάγω, βλ. και λ. φαγεῖν) με την κατάλ. -σιμος, αναλογικά προς το πόσιμος].