υποφερτός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον υποφέρει, να τον αντέξει («το κρύο ήταν υποφερτό»)
2. μτφ. κάπως καλός, όχι τελείως κακός ή απαράδεκτος (α. «υποφερτό έργο» β. «υποφερτή παράσταση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].