ταχυπαλμία
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. η ταχυκαρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -παλμία (< παλμός), πρβλ. βραδυ-παλμία].
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
η, Ν
ιατρ. η ταχυκαρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -παλμία (< παλμός), πρβλ. βραδυ-παλμία].