τρακατρούκα

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek Monolingual

και στρακαστρούκα, η, Ν
1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα
2. στον πληθ. οι τρακατρούκες
μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα τρούκα που παράγει].