τρακατρούκα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
και στρακαστρούκα, η, Ν
1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα
2. στον πληθ. οι τρακατρούκες
μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα τρούκα που παράγει].