φουγάρο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. καπνοδόχος πλοίου, τζακιού, εργοστασίου
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fogara].
το, Ν
1. καπνοδόχος πλοίου, τζακιού, εργοστασίου
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fogara].