καπνοδόχος

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνοδόχος Medium diacritics: καπνοδόχος Low diacritics: καπνοδόχος Capitals: ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: kapnodóchos Transliteration B: kapnodochos Transliteration C: kapnodochos Beta Code: kapnodo/xos

English (LSJ)

καπνοδόχον, receiving smoke, ib.

German (Pape)

[Seite 1323] den Rauch auffangend?

Greek Monolingual

-ο (Α καπνοδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται καπνό
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος
κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες, η καμινάδα
αρχ.
η καπνοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αιμοδόχος, οινοδόχος].