τραπεζοτόπια

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοτόπια: καταλλακτικά, τόποι ἔνθα τράπεζαι ἀργυραμοιβῶν, Θ. Βαλσ.

Greek Monolingual

τὰ, Μ
(ενν. καταλλακτικά) οι χώροι στους οποίους τοποθετούσαν οι αργυρομοιβοί τα τραπέζια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + τόπιον (< τόπος)].