τραπεζοτόπια
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
τρᾰπεζοτόπια: καταλλακτικά, τόποι ἔνθα τράπεζαι ἀργυραμοιβῶν, Θ. Βαλσ.
τὰ, Μ
(ενν. καταλλακτικά) οι χώροι στους οποίους τοποθετούσαν οι αργυρομοιβοί τα τραπέζια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + τόπιον (< τόπος)].