υπαξιωματικός

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ.
1. βαθμοφόρος του στρατού, κατώτερος του αξιωματικού
2. φρ. «στρατιωτικές σχολές υπαξιωματικών» — σχολές από τις οποίες αποφοιτούν οι μόνιμοι υπαξιωματικοί, τεχνικοί και μάχιμοι, τών ενόπλων δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αξιωματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].