υψηλότητα
Greek Monolingual
η / ὑψηλότης, -ητος, ΝΜΑ υψηλός
η ιδιότητα του υψηλού
νεοελλ.
προσφώνηση πριγκίπων («η Αυτού [ή Αυτής] Υψηλότητα»).
η / ὑψηλότης, -ητος, ΝΜΑ υψηλός
η ιδιότητα του υψηλού
νεοελλ.
προσφώνηση πριγκίπων («η Αυτού [ή Αυτής] Υψηλότητα»).