τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
η, Νδυνατή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. ποδ-άρα)].