τραπεζοκόρος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοκόρος: -ον, (ἐκ τοῦ κορέννυμι) ὁ κορεννύμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ἢ (ἐκ τοῦ κορέω) ὁ σαρώνων, καθαρίζων τὴν τράπεζαν, ἐπίθετον τῶν παρασίτων, Ψευδοφωκυλ. 91.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που χορταίνει με τα φαγητά τών άλλων, παράσιτος ή, κατ' άλλους, αυτός που καθαρίζει το τραπέζι τών άλλων για να αποκτήσει την εύνοιά τους, κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κόρος (< κόρος < κορέννυμι «γεμίζω, χορταίνω»)].