ταλκ

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. τάλκης
2. βιομηχανικό παρασκεύασμα από αντιαλλεργική και αντισηπτική σκόνη που χρησιμοποιείται στη δερματολογία και την παιδική υγιεινή λόγω της μονωτικής και απορροφητικής δράσης του και, μετά από ανάλογο καθαρισμό, ως αντιελκωτικό και αντιδιαρροϊκό καθώς και ως συνθετικό τών διαφόρων τύπων οδοντόπαστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. talc < αραβ. talq].