Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
A v. ὑπερμήκης.
ὑπερμάκης: [ᾱ], ες, Δωρικ. ἀντὶ ὑπερμήκης, Πίνδ.
ὑπερμᾱκης 1 tremendous Ἀθαναία ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37)
ὑπέρμακες, Α(δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης.