συνοστέωση

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

και συνόστωση, η, Ν
(ιατρ.-φυσιολ.)
φυσιολογική ή παθολογική συνένωση δύο γειτονικών οστών με οστίτη ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synost(e)osis < συν- + ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. -ωσις. Η λ., στον λόγιο τ. συνοστέωσις, μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].