συντομογραφία

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(στις επικοινωνίες και, ιδιαίτερα, στον γραπτό λόγο) η διαδικασία και το αποτέλεσμα της αναπαράστασης μιας λέξης ή ομάδας λέξεων με μια συντομότερη μορφή της λέξης ή της φράσης, βραχυγραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδάμ. Κοραή].