συχνάκις

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A frequently, often, Luc.Scyth.2.

Greek (Liddell-Scott)

συχνάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, συχνά, πολλάκις, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 6, Λουκ. Σκύθ. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
fréquemment.
Étymologie: συχνός, -ακις.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. -(ά)κις (πρβλ. πυκν-(ά)κις)].