συχνάκις
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A frequently, often, Luc.Scyth.2.
Greek (Liddell-Scott)
συχνάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, συχνά, πολλάκις, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 6, Λουκ. Σκύθ. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
fréquemment.
Étymologie: συχνός, -ακις.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. -(ά)κις (πρβλ. πυκν-(ά)κις)].