σφαιροπαίκτης

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A ball-player, juggler, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, σφαιριστής, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σφαιριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο-παίκτης.