σχολιάτικος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στην αργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλη + κατάλ -ιάτικος (πρβλ. χειμων-ιάτικος)].