σχολιάτικος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
-η, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στην αργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλη + κατάλ -ιάτικος (πρβλ. χειμων-ιάτικος)].