τετράθετος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek (Liddell-Scott)

τετράθετος: -ον, «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους» Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 479.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον σχολιαστή στην Ιλ.) «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. πεντά-θετος].