τραχεΐτιδα
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
και τραχειίτιδα και τραχείτιδα, η, Ν
ιατρ. φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας, σπάνια μεμονωμένη, και πάντοτε σχεδόν σε συνδυασμό με ρινίτιδα, λαρυγγίτιδα ή βρογχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ., γαλλ. tracheite (< τραχεία + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα)].