τριταμόριον
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Greek (Liddell-Scott)
τριταμόριον: τό, = τριτημόριον, Ἀρχιμήδ. ἔκδ. Heib. τ. 1, σ. 468, 470, κτλ., τ. 2, σ. 12, 134, 136, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τριτημόριος.