τριχοβάπτης

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοβάπτης: -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
βαφέας τριχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + βάπτης (< βάπτω «βάφω»)].