τσίκουδο

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. ο καρπός της τσικουδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει προέλθει από έναν τ. κίκκουδο, πιθ. σχετικό με το κούκουδο «κουκούτσι»].