τσίκουδο

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. ο καρπός της τσικουδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει προέλθει από έναν τ. κίκκουδο, πιθ. σχετικό με το κούκουδο «κουκούτσι»].