υπερίσχυση

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

η, Ν
το αποτέλεσμα του υπερισχύω, επικράτηση, επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερίσχυσις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].