υπερίσχυση

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το αποτέλεσμα του υπερισχύω, επικράτηση, επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερίσχυσις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].