ὑπερπλούσιος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ον,

   A over-wealthy, Arist.Pol.1295b7.

German (Pape)

[Seite 1201] übermäßig reich, Arist. pol. 4, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπλούσιος: -ον, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλούσιος.

Greek Monolingual

-ον, Α πλούσιος
βαθύπλουτος, ζάπλουτος.