υποκλοπή

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκλέπτω («οι υποκλοπές τών τηλεφωνημάτων πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].