υποπολλαπλάσιο

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μαθ. το πηλίκον της διαίρεσης ενός αριθμού με έναν από τους διαιρέτες του («το 3 είναι υποπολλαπλάσιο του 15»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. επιθ. ὑποπολλαπλάσιος.