Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποπολλαπλάσιο

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

το, Ν
μαθ. το πηλίκον της διαίρεσης ενός αριθμού με έναν από τους διαιρέτες του («το 3 είναι υποπολλαπλάσιο του 15»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. επιθ. ὑποπολλαπλάσιος.