πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
και ύψιθόωκος, -ον, Αὑψίθρονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό-θωκος].