μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
και ύψιθόωκος, -ον, Αὑψίθρονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημόθωκος].