υψίθωκος

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

και ύψιθόωκος, -ον, Α
ὑψίθρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημόθωκος].