Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
-ές, Αὑψήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ-αύχην].