συνεχθαίρω
From LSJ
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
English (LSJ)
hate together, join in hating, Phld.Hom.p.41 O., AP 6.20 (Jul.).
French (Bailly abrégé)
haïr également.
Étymologie: σύν, ἐχθαίρω.
German (Pape)
mit od. zugleich hassen, Iul. Aeg. 3 (VI.20).
Russian (Dvoretsky)
συνεχθαίρω: вместе ненавидеть, разделять ненависть Anth.
Greek (Liddell-Scott)
συνεχθαίρω: μισῶ ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ μισῶ, ἧς γὰρ ἰδεῖν στυγέει... μορφήν... τῆσδε συνεχθαίρει καὶ σκιόεντα τύπον Ἀνθ. Π. 6. 20.
Greek Monolingual
Α
απεχθάνομαι, μισώ κάποιον εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐχθαίρω «μισώ, εχθρεύομαι»].
Greek Monotonic
συνεχθαίρω: μέλ. -ᾰρῶ, μισώ από κοινού με άλλον, σε Ανθ.