φαγοκυττάρωση

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ή φαγοκύτωση, η, Ν
βιολ. η ιδιότητα ορισμένων κυττάρων ή πρωτοζώων να εγκολπώνουν και να πέπτουν άλλα κύτταρα ή σωματίδια, η οποία είναι επίσης γνωστή ως κυτταροφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγοκύτταρο + κατάλ. -ωση].