φαλλόπειος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο, και φαλλοπιανός, -ή, -ό, Ν
ανατ. φρ. α) «φαλλόπειος πόρος»
ανατ. πόρος του λιθοειδούς οστού, από τον οποίο διέρχεται ένα τμήμα του προσωπικού νεύρου
β) «φαλλόπειες σάλπιγγες»
ανατ. οι ωαγωγοί, οι εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών
γ) «φαλλόπειος σύνδεσμος» — ο βουβωνικός σύνδεσμος
δ) «φαλλόπειο τόξο» — το μηριαίο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fallopian, από το όν. του Ιταλού ανατόμου Gabriello Fallopio].