φειδομένως
English (LSJ)
Adv.
A sparingly, thriftily, 2 Ep.Cor.9.6, Plu.Alex.25; cf. πεφεισμένως.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ménagement.
Étymologie: φειδομένος de φείδομαι.
English (Strong)
adverb from participle of φείδομαι; abstemiously, i.e. stingily: sparingly.
English (Thayer)
(from the participle φειδόμενος), adverb, sparingly: mildly, Plutarch, Alex. 25).
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με φειδώ, φειδωλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φειδόμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. φείδομαι + επίρρμ. κατάλ. -ως].