ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ὁ, Ααυτός που του αρέσει να κομπάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κομπαστής «αλαζόνας, καυχησιάρης» (< κομπάζω)].