φοινίκουλο

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

και φαινίκουλο, το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα, της τάξης κορνώδη, με τρία είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι το μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. νεολατ. foeniculum < λατ. foeniculum «μάραθο»].