φρενομανής
English (LSJ)
ές,
A distracted, maddened, A.Ag.1140 (lyr.), Aristodem.8.1 φρενο-μόρως, Adv., (μόρος) suffering from a calamity to the mind, νοσοῦντα φ. S. Aj.626 (lyr.; -βόρως Dindorf).
German (Pape)
[Seite 1304] ές, wahnsinnig, unsinnig, Aesch. Ag. 1111.
Greek (Liddell-Scott)
φρενομᾰνής: -ές, ὁ ἔχων μανιώδεις φρένας, παράφρων φρενομανής τις εἶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1140.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
à l’esprit égaré.
Étymologie: φρήν, μαίνομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο-μανής, χορο-μανής].